κρεατοφάγος

κρεατοφάγος
και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο
αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρε[ο]-) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. αδη-φάγος, χορτο-φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

  • κρεατοφαγία — η [κρεατοφάγος] συνεχής διατροφή με κρέας …   Dictionary of Greek

  • κρεοβόρος — κρεοβόρος, ὁ (Α) κρεατοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”